- μεταπαραδίδωμι
- μεταπαραδίδωμι (Α) [παραδίδωμι]1. παραδίδω κάτι σε κάποιον άλλο μετά από άλλον, μεταβιβάζω2. μεταφέρω3. αστρολ. παραδίδω ή παραχωρώ τη χρονοκρατορία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταπαράδοσις — μεταπαράδοσις, ἡ (Α) [μεταπαραδίδωμι] η παράδοση κεφαλαίων … Dictionary of Greek